- ἀνατρέποντας
- ἀνατρέπωoverturnpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καινοτόμος — ο (Α καινοτόμος, ον) 1. αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο ανανεωτής, ο νεωτεριστής («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», Αριστοτ.) 2. αυτός που δημιουργεί νέα κατάσταση, ανατρέποντας την… … Dictionary of Greek
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Γου, Τσιέν Σιούνγκ — (Chien Shiung Wu, Κίνα 1912 – ΗΠΑ 1997). Αμερικανίδα πυρηνική φυσικός, κινεζικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κίνα και μετά τις σπουδές της πήγε στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Όταν πήρε το… … Dictionary of Greek
Γουέλς, Όρσον — (Orson Welles, Γουισκόνσιν 1915 – 1985). Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Καλλιτέχνης με εξαιρετικά πρώιμο ταλέντο, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο Gate Theater του Δουβλίνου σε ηλικία 16 ετών,… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
Καρνό — (Carnot). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων επιστημόνων. 1. Λαζάρ Νικολά Μαργκερίτ (Lazare Nicolas Marguerite, Νολέ 1753 – Μαγδεμβούργο 1823). Στρατηγός, πολιτικός και μαθηματικός. Ήταν γνωστός και ως οργανωτής της νίκης και συγκαταλέγεται στις… … Dictionary of Greek
Μοχάμετ — I Όνομα διαφόρων ηγεμόνων του Ιράν (Περσίας). 1. Μ. Ριγιάν αλ Ντιν (; – 1118). Ο πρώτος σελτζούκος σουλτάνος της Περσίας (1105 18). Πολέμησε εναντίον των Φράγκων. 2. Μ. Σαχ (1810 – 1848). Σάχης της Περσίας (1834 48). Παραχώρησε στους Ρώσους δυο… … Dictionary of Greek